επεξεργάσιμος

επεξεργάσιμος
-η, -ο
που επιδέχεται επεξεργασία, που μπορεί να υποστεί επεξεργασία και τελειοποίηση, ο κατεργάσιμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επεξεργάσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να υποστεί περαιτέρω επεξεργασία …   Dictionary of Greek

  • πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”